- ρυθμολογία
- η, Ν1. μελέτη τών ποιητικών, μουσικών ή ρητορικών ρυθμών2. πραγματεία για τους ρυθμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κων. Σάθα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρυθμολογία — η η μελέτη των διάφορων ρυθμών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρυθμολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρυθμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμολογία. Το θηλ. ρυθμολογική (πεζολογία) μαρτυρείται από το 1877 στον Κων. Σάθα] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ρυθμογραφία — η / ῥυθμογραφία, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η σύνθεση ρυθμών, η μουσική σύνθεση 2. η ρυθμολογία αρχ. το να γράφει ή να σημειώνει κανείς τα μέτρα, τους ρυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + γραφία*] … Dictionary of Greek
ρυθμολόγος — ο, η, Ν ο μελετητής τών διαφόρων ειδών ρυθμών, αυτός που ασχολείται με τη ρυθμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhythmologist (< ρυθμός + λόγος*)] … Dictionary of Greek